σωρείτης

σωρείτης
ο, ΝΑ, και σωρίτης Α
(λογ.)
1. είδος σύνθετου συλλογισμού ο οποίος μπορεί να αναλυθεί σε τόσους απλούς συλλογισμούς όσες είναι και οι προτάσεις, εκτός από την πρώτη και την τελευταία
2. το επιχείρημα τού σωρού, κατά το οποίο εξακολουθούμε να αποκαλούμε σωρό ένα σημαντικό αριθμό σπόρων, όταν αφαιρούμε διαδοχικά σπόρους απ' αυτόν, αλλά είναι αδύνατο να πούμε πότε παύει να είναι σωρός
νεοελλ.
(μετεωρ.) κύριος τύπος νεφών, ο οποίος αναπτύσσεται, γενικά, κατά την κατακόρυφη διεύθυνση έχοντας τη μορφή θόλων πλαισιωμένων με στρογγυλές προεξοχές σε σχήμα πύργων ή λόφων, ενώ η ανώτερη επιφάνειά του θυμίζει κουνουπίδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σωρός + κατάλ. -ίτης (πρβλ. στνλ-ίτης). Ο τ. σωρ-είτης κατ' επίδραση τών σωρεία, σωρεύω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σωρείτης — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σωρείτης — ο είδος σύνθετου διαλογισμού που αποτελείται από πολλούς αλληλένδετους απλούς διαλογισμούς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σωρειτῶν — σωρείτης masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σωρεῖται — σωρείτης masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σωρείτην — σωρείτης masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σωρείτου — σωρείτης masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σωρείτας — σωρείτᾱς , σωρείτης masc acc pl σωρείτᾱς , σωρείτης masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυσανοσωρείτες — οι (μετεωρ.) κύρια κατηγορία νεφών τα οποία έχουν τη μορφή λεπτών λευκών σφαιρών, φύλλων ή στρωμάτων, διατεταγμένων με τη μορφή πολύ λεπτών πτυχώσεων ή κυματισμών. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύσανος + σωρείτης. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. cirro… …   Dictionary of Greek

  • σωρίτης — ὁ, Α βλ. σωρείτης …   Dictionary of Greek

  • σωρειτικός — και σωριτικός, ή, όν, Α [σωρείτης / σωρίτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σωρείτη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”